1 παμμήτωρ
γῆ A.Pr.90
θεᾷ παμμήτορι Ῥείῃ Epigr.Gr.823.4
γυνὴ τοῦδε π. νεκροῦ S.Ant. 1282
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμμήτωρ